- πλατύστερνος
- -η, -οαυτός που έχει πλατύ στέρνο, στήθος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλατύστερνος — η, ο / πλατύστερνος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πλατύ, ευρύ στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + στέρνον] … Dictionary of Greek
πλατυστερνότατος — πλατύστερνος broad breasted masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατυστέρνους — πλατύστερνος broad breasted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρύστερνος — η, ο (ΑΜ εὐρύστερνος, ον) αυτός που έχει πλατύ στέρνο, πλατύ στήθος, ο πλατύστερνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + στέρνον] … Dictionary of Greek
πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… … Dictionary of Greek